Ιδρυτική διακήρυξη
Μάης 2017
Ένα ιδρυτικό κείμενο είναι αποτύπωση μιας πρωταρχικής ανάγκης. Ανάγκη που γεννήθηκε αναλύοντας τα δεδομένα της πραγματικότητας που βιώνουμε, αντιπαλεύοντας κάποια δεδομένα της, με σκοπό τη συμβολή στο χτίσιμο μιας καινούριας. Η σχηματική απεικόνιση του εγχειρήματος θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τον κύκλο. Στον κύκλο κάθε σημείο του αποτελεί αρχή και τέλος του και όλα τα σημεία ισαπέχουν από το κέντρο. Στη βάση αυτή οργανωνόμαστε και εμείς: Ισότιμα, χωρίς ιεραρχίες, με σεβασμό στη διαφορετικότητα, όπου το κάθε μέλος της συνέλευσης αποτελεί αρχή και τέλος του συλλογικού. Και αυτή η βάση δεν είναι απλά μια σύμβαση που θέσαμε μεταξύ μας. Επιδιώκει να λειτουργήσει ως μια προεικόνιση, να αποτελέσει ένα πρόπλασμα της κοινωνίας που δε θα θεμελιώνεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου και φύσης για να “προοδεύσει”, να “αναπτυχθεί”, αλλά αδιάσειστη αρχή της θα είναι η αλληλεγγύη, η πίστη στην αξία και τις δυνατότητες του ανθρώπου. Μια αξία που βλέπουμε να θρυμματίζεται καθημερινά, όπου και αν στραφούμε. Από την εσωτερίκευση νοοτροπιών κοινωνικού κανιβαλισμού, το “φταίμε και εμείς” που δεν οδηγεί στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την απεμπλοκή από το βούρκο αλλά στην αυτοενοχοποίηση των καταπιεσμένων, μέχρι τη στυγνή εργασιακή εκμετάλλευση που μας επιφυλάσσουν τα πάσης φύσεως αφεντικά, δεξιά και αριστερά. Το κράτος έχει συνέχεια και αυτή είναι η καθυπόταξη των πολλών με κάθε μέσο στις βουλήσεις και τα συμφέροντα των λίγων.
Διεθνής και εγχώρια πολιτική συγκυρία
Η παρούσα συνθήκη δεν ξεφεύγει από τον κανόνα μιας ακόρεστης ληστρικής εξουσίας σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Η φράση κλειδί των ημερών που ζούμε είναι ότι “δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική” (There Is No Alternative-T.I.N.A.). Υπό τη σκέπη της, λοιπόν, συντελούνται εγκλήματα ανθρώπινης διαχείρισης κατά τα γεωπολιτικά συμφέροντα, οικονομικής αφαίμαξης και ακραίας φτώχυνσης πληθυσμών καθώς, σε όλα τα κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της ελλάδας φυσικά, δεν αρκεί πια η δημιουργία εξωτερικών εχθρών, με βάση εθνοτικά ή θρησκευτικά κριτήρια, αλλά κατασκευάζεται συνεχώς κι ένας εσωτερικός εχθρός, ένας μετανάστης, μια τεμπέλα εργάτρια, ένα χωριό γεμάτο τρομοκράτες. Έτσι ώστε να χάσουμε και να χάνουμε συνεχώς οποιαδήποτε αίσθηση ενότητας, απέναντι στους ταξικούς εχθρούς μας, καθιστώντας μας αδύναμους, χτυπώντας τη δυναμική που μπορεί να εκλύσει η από τα κάτω κοινωνική αλλαγή, η απάντηση δηλαδή των καταπιεσμένων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η λεηλασία της καπιταλιστικής περιφέρειας όπως και η ένταση των πολεμικών επιχειρήσεων έχει ως συνέπεια την καταστροφή κάθε πτυχή κοινωνικής ζωής σε Αφρική και Μέση Ανατολή όπου ο πόλεμος, κηρυγμένος ή ακήρυχτος έχει ξεκληρίζει τους ντόπιους πληθυσμούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα εκατομμύρια κατατρεγμένων ανθρώπων να επιχειρούν με κάθε τρόπο τη φυγή και την είσοδο στην Ευρώπη. Την Ευρώπη που στο σήμερα μόνο ως «φρούριο» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, υψώνοντας φράχτες, απομονώνοντας και αποκλείοντας ανθρώπους από τον κοινωνικό ιστό ενώ ταυτόχρονα κατασκευάζει πλαστούς εσωτερικούς εχθρούς με το όνομα του πρόσφυγα ή του λαθρομετανάστη κατά το δοκούν, δημιουργώντας καθεστώτα έκτακτης ανάγκης. Με αυτόν τον τρόπο και με πρόφαση τον «πόλεμο στην τρομοκρατία» τα κράτη περνούν στην συνολική καταστολή της κοινωνίας ποινικοποιώντας κάθε έκφανση αντίστασης και αλληλεγγύης μεταξύ των καταπιεσμένων.
Την ίδια στιγμή που το κράτος και το κεφάλαιο εντείνουν τον πόλεμο στους «από τα κάτω», δείχνοντας έτσι την ενιαία τους κίνηση και την συνέχεια τους παρά τις αλλαγές πολιτικών σκηνικών, με την περαιτέρω εξαθλίωση τους και την επιβολή εργασιακού μεσαίωνα (μειώσεις μισθών-συντάξεων, «μαύρη» εργασία, εξαντλητικά ωράρια), δίνουν πάσα στα φασιστικά και νεοναζιστικά μορφώματα, που αποτελούν την πιο ακραία έκφανση του εκμεταλλευτικού αυτού συμπλέγματος. Όπου τους δίνεται ο χώρος να αναπνεύσουν, λειτουργώντας ως μακρύ χέρι του κράτους, νομιμοποιούνται, στρέφονται ενάντια στον κόσμο της αντίστασης και του αγώνα ή και παρουσιάζονται ως κάτι ριζοσπαστικό απομακρύνοντας τις συνειδήσεις των από τα κάτω από την επαναστατική προοπτική.
Πανεπιστήμιο |Γνώση
Η κοινωνία αναδιαρθρώνεται. Το πανεπιστήμιο αναδιαρθρώνεται. Μια λέξη που πιθανόν να είναι φτωχή για να περιγράψει την αλλαγή στην πανεπιστημιακή πραγματικότητα που λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια. Όπως και η κοινωνία καλείται να πληρώσει τα σπασμένα και να συμμορφωθεί στις νέες απαιτήσεις των αφεντικών, έτσι και το πανεπιστήμιο καλείται να εξορθολογιστεί. Απολύσεις διοικητικών υπαλλήλων, παράδοση σε ιδιώτες βασικών λειτουργιών (σίτιση στη λέσχη, καθαριότητα), μετακύλιση του κόστους φοίτησης στο φοιτητικό σώμα, υποχρηματοδότηση, η επικείμενη εφαρμογή διδάκτρων και για τις προπτυχιακές σπουδές συνθέτουν ένα τοπίο ενός πανεπιστημίου που η αγορά το καλεί να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Φτηνό και πειθαρχημένο εργατικό δυναμικό και να εξαιρείται και κανείς από το πανεπιστήμιο, γιατί τα χαλινάρια ήταν αφημένα.
Τα τελευταία χρόνια είδαμε να ξεπηδούν ιδεολογήματα, τα οποία έκαναν λόγο για αιώνιους φοιτητές και παρουσίαζαν το πανεπιστήμιο ως άντρο ανομίας και “νεανικής” εξέγερσης. Όλα αυτά, στην πραγματικότητα ήρθαν να επιτελέσουν μια πολύ συγκεκριμένη λειτουργία. Να λασπολογήσουν το φοιτητικό σώμα και να συγκαλύψουν τη ζωτικότητα και τη μαχητικότητα των αγώνων του φοιτητικού κινήματος. Αγώνες, οι οποίοι ανέκαθεν διεκδικούν καλύτερους όρους σπουδών και διαβίωσης για όλους/όλες και συνολικοποιούν το ζήτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η κυριαρχία, δια στόματος δεξιάς και ρεφορμιστικής αριστεράς (ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) επιλέγει να καταστείλει την μήτρα των κοινωνικών αντιστάσεων σε κάθε τους πεδίο δράσης. Η δεξιά, ωμά και βίαια. Η αριστερά, τάσσοντας και πουλώντας ελπίδα. Μια ελπίδα, χιλιοειπωμένη, χιλιοιδωμένη που ανά περιόδους βγαίνει στο πολιτικό προσκήνιο (βλέπε ΠΑ.ΣΟ.Κ.) ως φορέας κοινωνικών αλλαγών με προοδευτικό πρόσημο. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι τίποτα άλλο από την άλλη όψη του νομίσματος. Ενός νομίσματος, μιας συνεχούς πολιτικής την οποία το κράτος εφαρμόζει εις βάρος των καταπιεσμένων. Η ανάθεση της διαχείρισης των ζωών μας σε μεσσίες με αριστερό/δεξιό μανδύα συνθέτει ένα τοπίο κινηματικής κάμψης στο σήμερα. Η συνθήκη αυτή σε συνδυασμό με την ήδη εντατικοποιημένη πραγματικότητα στους ρυθμούς σπουδών και ζωής και τη διάψευση της ελπίδας για θεσμική αλλαγή προς όφελος του κοινωνικού σώματος οδηγούν στην εξατομίκευση, στην ασφάλεια του πλαστού μικρόκοσμου, στην αποποίηση των ευθυνών που φέρουμε ο καθένας και η καθεμιά για να σπάσουμε το καθεστώς φόβου, να χτίσουμε το παρόν με τους όρους που θέτουμε εμείς και να συνθέσουμε την αξιοπρέπεια των ζωών μας.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε για τη λειτουργία του πανεπιστημίου εντός του υπάρχοντος συστήματος, πρέπει να το εκλάβουμε, αφενός, ως ένα ίδρυμα εξουσιοδοτημένο για την παραγωγή νέων γνωστικών και τεχνολογικών μέσων. Οι έρευνες αποτελούν απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει το κεφάλαιο, ώστε να εκλεπτύνει τα εργαλεία που χρησιμοποιεί για τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται και το ζήτημα της κρατικής υποχρηματοδότησης, με το δημόσιο κεφάλαιο να δίνει ελευθερίες στο ιδιωτικό για να αντλήσουν κέρδος και τα δυο. Έτσι κιόλας, παρατηρούμε, την υποχρηματοδότηση τμημάτων, όπως αυτά των ανθρωπιστικών επιστημών, που δε συμφέρουν και πολύ και μια ευέλικτη σχέση με πανεπιστημιακά τμήματα των οποίων τα προϊόντα πουλάνε. Αφετέρου, το πανεπιστήμιο αποτελεί οργανικό κομμάτι του εκπαιδευτικού θεσμού. Η εκπαίδευση, λοιπόν, έρχεται να σπείρει τις επόμενες γενιές των ανθρώπων που θα στελεχώσουν τη μηχανή. Ο τύπος του ανθρώπου που διαπαιδαγωγείται είναι εξειδικευμένος, πειθήνιος, αποτραβηγμένος από τα βάρη της πολιτικής, που “επωμίζονται” λίγοι και ¨πεφωτισμένοι”.
Και τώρα ας αναφερθούμε και στον ακαδημαϊσμό. Ένας ακαδημαϊσμός που τείνει να συγκαλύψει τις κοινωνικές και πολιτικές προκείμενες της επιστήμης, ενδύοντας την με έναν μανδύα της ουδετερότητας, του εξορθολογισμένου, του φυσικοποιημένου. Ένας επιστημονισμός που τοποθετεί τον καθηγητή στο βάθρο της αυθεντίας, συγκαλύπτοντας τους υποκειμενισμούς του πομπού και δημιουργώντας τις επίπλαστες συνθήκες μιας αντικειμενικοποιημένης θέασης της γνώσης. Η γνώση, όμως, στη θεώρηση μας αποτελεί κάθε άλλο από ένα άψυχο τεμάχιο, που μεταβαίνει από άνθρωπο σε άνθρωπο με όρους ιδιοκτησίας. Η διαδικασία, όσο και τα παραπάνω μέσα για την μεταλαμπάδευση της γνώσης απεικονίζονται εν τέλει και στο ίδιο το αποτέλεσμα της, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο κατασταλάζει η γνώση στον παθητικό δέκτη. Γνώση κυριαρχική που εντείνει τους διαχωρισμούς ανάμεσα στον κάτοχο και το δέκτη. Η διαδικασία αυτή αποστειρώνει τη γνώση από τα απελευθερωτικά της χαρακτηριστικά, καθώς είναι μια γνώση μερική, απόλυτα εστιασμένη σε συγκεκριμένα ερωτήματα, στερούμενη της συνολικής εικόνας. Σκοπός παύει να είναι ο άνθρωπος και η απάντηση στα ερωτήματα γύρω από τις ανάγκες του, αλλά μια ακόρεστη μανία για την συνεχή επιστημονική πρόοδο.
Ελευθεριακή εκπαίδευση
Μιλάμε για μια γνώση χωρίς επίγνωση. Αυτό διαθλάται και στις σχέσεις που συνάπτονται στον ακαδημαϊκό κύκλο, οι οποίες, αν και ευαγγελίζονται την ισότητα και το σεβασμό, στην πραγματικότητα θεμελιώνονται στη βάση του ανταγωνισμού και του αριβισμού. Εμείς στον αντίποδα όλων αυτών έχουμε να προτάξουμε το εξής: αλληλεγγύη. Αντιλαμβανόμενοι τον άνθρωπο και την κοινωνικότητα ως οργανικώς αλληλένδετα, η ελευθεριακή εκπαίδευση εστιάζει στην αυτοσυνειδησία.
Αντιτάσσουμε την ελευθεριακή παιδεία ως αντίβαρο στο υπάρχον εκπαιδευτικό μοντέλο που απηχεί το κυρίαρχο φαντασιακό συμβάλλοντας στη διαιώνιση της κυριαρχίας. Σκοπός δεν είναι η συσσώρευση μιας ατελείωτης στοίβας καταχωρημένης γνώσης. Σκοπός είναι η επίγνωση των κοινωνικών δυνάμεων που ασκούνται στον άνθρωπο και η διαμόρφωση χαρακτηροδομών ικανών να συνθέσουν το μωσαϊκό του κοινωνικού με τον ιδιαίτερο υποκειμενικό αλλά και αλληλέγγυο τρόπο τους. Μια παιδεία κάτοπτρο της χειραφετημένης κοινωνίας για την οποία αγωνιζόμαστε. Μια παιδεία απαγκιστρωμένη από τον παρόντα ρόλο της ως αγωγού και μηχανισμού εμπέδωσης της εξουσίας και της ιεραρχίας, που θα λάβει το χαρακτήρα της υποβοηθούμενης αυτοεκπαίδευσης, θέτοντας στο προσκήνιο τις ανάγκες, τις ιδιαιτερότητες και τις επιθυμίες του ατόμου, έχοντας αποβάλλει τις προκαταλήψεις που έφερε, μεταφυσικές και μη, βαδίζοντας στο εξής προς την αναζήτηση και τη βίωση της ανθρωπινότητας. Αντιστοίχως, επιζητούμε την επαναφορά της γνώσης στο κοινωνικό σύνολο, την ανάδειξη του απελευθερωτικού της χαρακτήρα, την άρση των διαχωρισμών που γεννά η εξειδίκευση, προσεγγίζοντας τη γνώση κριτικά και διαλεκτικά.
Αναρχική αντιπρόταση
Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο.
Τον έχω τόσο ονειρευτεί.
Τόσο πολύ έχω σεργιανίσει μέσα του,
που πια,
είναι αδύνατο να μην υπάρχει.
Στην κυρίαρχη αφήγηση που στηρίζεται στην ανυπαρξία οποιασδήποτε άλλης εναλλακτικής εκτός από την αναπαραγωγιμότητα του εαυτού της, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να αντιταχθούμε. Να αντιταχθούμε ξεκινώντας από την αυτοοργάνωσή μας, ακριβώς ως πρόπλασμα για αυτό που θέλουμε να ζήσουμε, μια χειραφετημένη κοινωνία γενικευμένης αυτοδιεύθυνσης.
Η ελεύθερη συμφωνία, η οριζοντιότητα, η αλληλεγγύη και το κοινοτικό πνεύμα θα είναι οι δείκτες για την όσο το δυνατόν ευρύτερη πραγμάτωση της ατομικής και συλλογικής ευημερίας και αρμονίας. Σε μια χειραφετημένη κοινωνία η άρση του διαχωρισμού διανοητικής-χειρωνακτικής εργασίας, το ξεπέρασμα της αλλοτριωμένης εργασίας και του μερισμού είναι δυνατόν να συμβούν ώστε οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι να ικανοποιούν τις κλίσεις τους και να βαδίζουν προς την ολιστική αυτοπραγμάτωσή τους. Είναι ανάγκη να απαλλαγούμε από εξουσιαστικές και ιεραρχικές σχέσεις που δομούνται με βάση το φύλο, τη φυλή, την ηλικία, τη θρησκεία, αντιπαραβάλλοντας την ισότητα, την αλληλοβοήθεια και το σεβασμό στην ετερότητα. Ακόμη, είναι επιτακτικό να σταματήσουμε τη λεηλασία της φύσης, προτάσσοντας την αρμονική συμβίωση με το οικοσύστημα.
Επιλέγουμε λοιπόν, να συλλογικοποιήσουμε τις αρνήσεις και τις αντιστάσεις μας, διερευνώντας μια αναρχική αντιπρόταση για τον επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό, την ατομική και συλλογική απελευθέρωση. Γι’ αυτό το λόγο, συμμετέχουμε σε κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες, γεφυρώνοντας έτσι τους μερικούς-αιτηματικούς αγώνες με το συνολικό χειραφετικό πρόταγμα. Αναγνωρίζοντας τους εαυτούς μας ως κομμάτι της κοινωνικής βάσης, δημιουργούμε αυτοοργανωμένες, αντιιεραρχικές δομές και σχήματα, που ως καθρέφτης της χειραφετημένης κοινωνίας για την οποία αγωνιζόμαστε, φέρουν εντός τους ελευθεριακές πρακτικές και διαδικασίες, διότι επιθυμούμε τα μέσα που χρησιμοποιούμε να βρίσκονται σε αντιστοιχία με το σκοπό. Τέλος, θεωρούμε πως η ατομική και συλλογική χειραφέτηση για να λογιστούν και να είναι όντως τέτοιες, θα είναι έργο δικό μας, των «από τα κάτω», καθώς μόνο εμείς μπορούμε να γνωρίζουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, χωρίς να έχουμε συνεπώς αυταπάτες για μεσσίες και έναν «ανθρώπινο» καπιταλισμό ή για πατερναλιστές και πρωτοπορίες που ευαγγελίζονται την κοινωνική απελευθέρωση μέσα από μια πολιτική επανάσταση και ένα «εργατικό κράτος», συνεχίζοντας έτσι την εξουσιαστική, εκμεταλλευτική και ιεραρχική διαβάθμιση της κοινωνίας.