Τοποθέτηση της Quieta Movere για το μακεδονικό, τους εθνικισμούς, την αντιφασιστική διεθνιστική αλληλεγγύη και την αλληλεγγύη στην κατάληψη Libertatia.

Τσακίζουμε τους φασίστες. Δε θα γίνουμε ούτε αυλικοί ούτε θεατές τους.

 

Από την Κυριακή 21/1 το φάντασμα του φασισμού πλανιέται –πιο φανερά πλέον- πάνω από την ελλαδική επικράτεια. Εν αρχή, πλήθος ελληνο-νοικοκυραίων κατέβηκε στους δρόμους για να υπερασπιστεί ό,τι τελευταίο του έχει μείνει να νιώθει δικό του, το όνομα της εθνικής υπερηφάνειας του. Ήταν όλοι αυτοί φασίστες; Σίγουρα όχι. Όλοι οι φασίστες όμως ήταν εκεί. Η σύσταση του πλήθους που απάρτιζε το σώμα των συλλαλητηρίων ήταν ετερόκλητη: οργανωμένοι φασίστες, ακροδεξιοί και δεξιοί, παπαδαριό, συντηρητικοί και μικροαστοί, ένας αντιδραστικός συρφετός με λίγα λόγια. Το οργανωμένο τμήμα του συλλαλητηρίου, αυτό με τα σαφώς συγκροτημένα πολιτικά χαρακτηριστικά, δηλαδή οι ακροδεξιές και φασιστικές γκρούπες και κόμματα, ήταν αυτό που ηγεμόνευσε και επέβαλε στα δύο συλλαλητήρια το πολιτικό πλαίσιο, στο οποίο εκούσια ή ακούσια συναίνεσαν και οι παρευρισκόμενοι.

 

Όλο αυτό το τσούρμο δεν είχε κανένα πρόβλημα να σταθεί δίπλα σε φασίστες, νομιμοποιώντας τους κοινωνικά και παρέχοντας κάλυψη τόσο στους φασίστες όσο και σε μερίδα οπαδών του ΠΑΟΚ για να επιχειρήσουν δολοφονικές επιθέσεις ενάντια σε δομές και κόσμο του αγώνα. Με τις πλάτες του πλήθους και την αρωγή των μπάτσων, όταν δεν κατάφεραν να προσεγγίσουν την αντιφασιστική αντισυγκέντρωση της 21/1 στην Καμάρα, επιτέθηκαν στον Ε.Κ.Χ. Σχολείο, η περιφρούρηση του οποίου τους απώθησε, και μετά από δύο επιθέσεις –οι φθορές της πρώτης αποκαταστάθηκαν από τους συντρόφους/ισσες- έκαψαν την κατάληψη Libertatia, τη στιγμή που οι σύντροφοι/ισσες της κατάληψης βρίσκονταν στην αντισυγκέντρωση της Καμάρας μαζί με πλήθος αντιφασιστών/τριών. Αντιστοίχως, στις 4/2 στην Αθήνα, φασίστες επιτέθηκαν δις στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός, ενώ μπάτσοι χτύπησαν αναιτίως με χημικά τα γραφεία του ΝΑΡ. Και στις δύο περιπτώσεις, οι επιθέσεις αποκρούστηκαν επιτυχώς. Δομές αγώνα, αλλά και γειτονιές έμειναν καθαρές από φασίστες χάριν των αντιφασιστικών περιπολιών και περιφρουρήσεων. Σε όλο αυτό το σκηνικό, η ταξική διάσταση της αστικής δικαιοσύνης διαφαίνεται με τον πλέον έκδηλο τρόπο τη στιγμή που οι φασίστες πυρπόλησαν ολόκληρο κατειλημμένο κτήριο χωρίς να γίνεται η παραμικρή διωκτική κίνηση, ενώ από την άλλη, στα 5 άτομα που συνελήφθησαν  στην πορεία αλληλεγγύης στην Libertatia στις 22/1, που δέχθηκε άγριο κατασταλτικό χτύπημα από τα ΜΑΤ, απαγγέλθηκαν κατηγορίες πλημμεληματικού και κακουργηματικού χαρακτήρα.

 

Ο εθνικιστικός πόλος φαίνεται να ανασυντάσσεται με έναυσμα τα δύο συλλαλητήρια. Πιο συγκεκριμένα, ο απόστρατος αξιωματικός, Φραγκούλης Φράγκος, κεντρικό πρόσωπο των συλλαλητηρίων, ανακοίνωσε πως σκοπεύει να φτιάξει νέο κόμμα, μια «σοβαρή Χρυσή Αυγή», τον κομματικό φορέα που θα έγκειται δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας. Ο ίδιος, γνωστό καθίκι με θητεία στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Πικραμμένου, έκανε στρατιωτικές ασκήσεις καταστολής πλήθους (άσκηση «Καλλίμαχος» στο στρατόπεδο Κορομηλά στην Αργυρούπολη του Δήμου Κιλκίς το 2011), ήταν υπέρμαχος του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα και κατέθεσε στο δικαστήριο υπέρ των ΟΥΚάδων που είχαν πάθει ρατσιστικό και ξενοφοβικό παραλήρημα σε παρέλαση της 25ης Μαρτίου το 2010 στην Αθήνα. Η δημιουργία ενός τέτοιου «σοβαρού» φασιστικού πόλου επιδιώκει να ξαναβάλει τους φασίστες στα πράγματα, τόσο στην πολιτική σκηνή όσο και στον δρόμο. Είναι μια ακόμα μεθοδευμένη προσπάθεια επανένταξης τον φασιστών στο δημοκρατικό τόξο. Η κίνηση αυτή σχετίζεται με την έκβαση της δίκης της Χρυσής Αυγής και της σχετικής κοινωνικής απονομιμοποίησής της λόγω της δολοφονίας του Φύσσα και της κατηγορίας της για εγκληματική οργάνωση.

 

Πολλά έχουμε ακούσει και συνεχίζουμε να ακούμε για τον φασισμό. Όμως από ό,τι φαίνεται πρέπει να επεξηγούμε μέχρι και τα πλέον στοιχειώδη. Αναφερόμαστε στις ρήσεις περί φασισμού που στερούνται κάθε ταξικής βάσης, με αποτέλεσμα, ο όρος φασισμός και φασίστας να έχουν γίνει «καραμέλα» και το νόημά τους να έχει ευτελιστεί. Ακούμε, λοιπόν, αλόγιστες, μα επικίνδυνες σαχλαμάρες τύπου «όποιος διαφωνεί μαζί μου είναι φασίστας», «όποιος χρησιμοποιεί βία είναι φασίστας» ή «αριστερός/κόκκινος φασισμός» κλπ. Επειδή, ως αναρχικοί/ές δε σκοπεύουμε να αφήσουμε το εννοιολογικό πεδίο να γίνει κουρέλι στα χέρια της κυριαρχίας και των μηχανισμών προπαγάνδας της, επειδή δεν ξεχνάμε την ιστορική κτηνωδία του φασισμού, αλλά κυρίως επειδή αγωνιζόμαστε για την καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση, οφείλουμε να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.

 

Οι φασίστες αποτελούν επικουρικό μηχανισμό του κράτους και του κεφαλαίου, για την ακρίβεια την πιο επιθετική εφεδρεία των καπιταλιστών, που έρχεται στο προσκήνιο στις περιόδους δομικής κρίσης του καπιταλισμού, όταν η κοινωνική συναίνεση προς το καθεστώς υποχωρεί, όταν αυξάνονται τα μέτρα έκτακτης ανάγκης και οι πολιτικές εξαίρεσης, όταν οι σχέσεις εργασίας οδεύουν όλο και περισσότερο προς την στρατιωτικοποίηση. Συν τοις άλλοις, οι φασίστες είναι το αντίπαλο δέος του επαναστατικού κινήματος που μάχεται απέναντι στη βαρβαρότητα του κράτους και του κεφαλαίου, των θεσμών και των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων που υπερασπίζονται δηλαδή οι ίδιοι οι φασίστες. Με εργαλείο τον ανορθολογισμό και τα περίτεχνα μυθεύματα σπέρνουν το μισανθρωπικό τους δηλητήριο με στόχο οποιονδήποτε και οτιδήποτε αντιβαίνει στην καθεστηκυία τάξη και κανονικότητα. Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι ολέθριο σφάλμα για τους καταπιεζόμενους να αντιμετωπίζουν τους φασίστες ως γραφικούς ή να θεωρούν πως ο φασισμός θα ηττηθεί μέσω της αμέλειας, της επιμόρφωσής των νεοναζί ή ότι θα τον αποτελειώσει η ίδια η αστική δικαιοσύνη.

 

Η προλεταριακή αντι-βία είναι μέσο κοινωνικής και ταξικής αυτοάμυνας και αντεπίθεσης, ώστε να αποτραπούν κοινωνικές συνθήκες γενικευμένης βίας και επιβολής, ούσα ένα επαναστατικό αντίβαρο στο μονοπώλιο της βίας από το κράτος. Είναι μια απάντηση των καταπιεσμένων στους καταπιεστές. Αυτή είναι η δική μας απάντηση σε όσους καταδικάζουν τη βία από όπου κι αν προέρχεται και βαφτίζουν «φασίστες» όσους αγωνίζονται για την κοινωνική απελευθέρωση από τα δεσμά του κράτους και του κεφαλαίου. Η θεωρία των δύο άκρων είναι το περίτεχνο εύρημα της αστικής τάξης και της δεξιάς, ώστε η τελευταία να μαζέψει στους κόλπους της τμήμα των ψηφοφόρων των νεοναζί και από την άλλη να απονοηματοδοτήσει την πολιτική υπόσταση του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου και της επαναστατικής αριστεράς.

 

Οι ρητορείες περί εθνικής ενότητας, τις οποίες αρέσκονται να διατυμπανίζουν οι φασίστες, είναι η διάδοση του λόγου της αστικής κυριαρχίας: δηλαδή φτωχοί και πλούσιοι, εργάτες και αφεντικά, εξουσιαζόμενοι και εξουσιαστές, θέλουν να μας πουν ότι έχουμε όλοι ανεξαιρέτως κοινά συμφέροντα, τα λεγόμενα εθνικά συμφέροντα. Η υλική πραγματικότητα διαψεύδει εντελώς αυτόν τον επιτήδειο ισχυρισμό. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά ειρήνη των «κάτω» με τους «πάνω», καθώς οι δεύτεροι ζουν εις βάρος των πρώτων, οι οποίοι διαβιούν σε ένα καθεστώς οικονομικής εκμετάλλευσης, πολιτικής ανελευθερίας και κοινωνικής καταπίεσης. Η εθνική ενότητα και η διαταξικότητα αποτελούν συνεπώς τόσο τον διαλύτη της κοινωνικής και ταξικής ενότητας των πληβειακών στρωμάτων, αλλά και την ταφόπλακα των προλεταριακών συμφερόντων.

 

Την ανανέωση της υποταγής τους στην εθνική ενότητα και στον μηχανισμό της αστικής κυριαρχίας επικύρωσαν με τη συμμετοχή τους στα εθνικιστικά συλλαλητήρια αυτοί οι χιλιάδες που διαδήλωσαν ως αυλικοί των φασιστών. Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι πως όλος αυτός ο εθνικιστικός παροξυσμός παρουσιάστηκε και προπαγανδίστηκε από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, τον εθνικιστικό τύπο, αλλά και από άλλους σχηματισμούς και κόμματα που ψαρεύουν ψήφους στα θολά νερά του εθνικισμού, ως μια μεγαλειώδης αντικυβερνητική διαμαρτυρία, θυμίζοντάς μας τον αλλόκοτο και αντιφατικό χαρακτήρα του πατριωτικού αντιμνημονιακού μετώπου. Τα συλλαλητήρια λειτούργησαν φυσικά και ως δεξαμενές για την άντληση ψήφων και αφετηρία για το χτίσιμο της πολιτικής καριέρας για πολλούς επίδοξους αριβιστές. Έτσι, δεν μας προκαλεί εντύπωση πως ένα σωρό κόμματα, παρόλο που συντάσσονται με τη ΝΑΤΟϊκή υπαγόρευση περί σύνθετης ονομασίας του γειτονικού κράτους, απέστειλαν αντιπροσώπους τους στις εθνικιστικές μαζώξεις για να «πουλήσουν» πατριωτισμό στο αποχαυνωμένο πλήθος, για να μη χάσουν τους εκλογικούς πελάτες τους και να γυρέψουν για καινούριους. Στα εθνικιστικά λασπόλουτρα κυλίστηκαν και ορισμένες δυνάμεις της αριστεράς, τις οποίες ο πατριωτισμός, η εθνική συνεργασία, η προσκόλληση στην αστική νομιμότητα και η εμμονή στον κοινοβουλευτισμό και τον ρεφορμισμό, έσυραν πίσω από το κυνήγι των ψήφων.

 

Σε έναν κυριαρχικό κοινωνικό σχηματισμό που φρόντισε να κάνει ατροφική την κριτική σκέψη της υποτελούς πλειοψηφίας, ώστε να μη συζητάει και να μην εμπλέκεται σε πολιτικοκοινωνικά θέματα, οι εθνικιστικές ρητορικές μίσους και ανωτερότητας άγγιξαν και τον χώρο του πανεπιστημίου, με συμφοιτητές/τριες μας -και όχι μόνο- να τις ενστερνίζονται και να τις προπαγανδίζουν –με ανατριχιαστικό το παράδειγμα καθηγήτριας που καλούσε στο συλλαλητήριο μέσω του πανεπιστημιακού της mail. Οι ακαδημαϊκές σπουδές δεν οδηγούν βέβαια νομοτελειακά στη μόρφωση. Επίσης η γνώση δεν είναι ένα ουδέτερο τεμάχιο που μπορεί να ιδωθεί εξωκοινωνικά. Οι αντιδραστικές φωνές στο πανεπιστήμιο δε μας κάνουν να πέφτουμε από τα σύννεφα. Ποτέ δε θεωρούσαμε τα αστικά εκπαιδευτήρια de facto προοδευτικά. Τουναντίον, αναγνωρίζουμε πως όλες οι βαθμίδες του υπάρχοντος εκπαιδευτικού συστήματος είναι κομμένες και ραμμένες στις ανάγκες του καπιταλισμού, αποτελώντας αγωγούς και κοινωνούς της κυρίαρχης ιδεολογίας, καθώς και διαμορφωτές του πειθήνιου-υποτελή ανθρωπότυπου που είναι προσαρμοσμένος στις απαιτήσεις των υπαρχουσών κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων. Αν σηκώσουμε έστω και για μια στιγμή το κεφάλι μας από τις σελίδες των βιβλίων της σχολής, έστω κι αν κοιτάξουμε λίγο παραπέρα από τους τοίχους του σπιτιού μας ή της καφετέριας που απολαμβάνουμε τον καφέ μας με τα μετρημένα μας κέρματα, θα αντικρίσουμε το δυστοπικό κόσμο που έχουν πλάσει για τους υποτελείς αυτού του κόσμου, η ολοκληρωτική σύμπλευση του κράτους και του κεφαλαίου. Θα δούμε τους φασίστες να έρπονται όσο κάνουμε τα στραβά μάτια και τους ανεχόμαστε αντί να τους τσακίζουμε, όσο το κεφάλαιο τους φέρνει οργανωμένα στο προσκήνιο για να κάμψει τις κοινωνικές και ταξικές αντιστάσεις των από τα κάτω.

 

Όλοι αυτοί οι φορείς συμφερόντων που άδραξαν καιροσκοπικά την ευκαιρία των συλλαλητηρίων δε θα μπορούσαν να καρπωθούν πολιτική υπεραξία χωρίς τη μαζοποιημένη αντίδραση που έλαβε χώρα. Άνθρωποι που δεν δείχνουν καμία πρόθεση να συμμετάσχουν σε κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες (προφανώς δεν αναφερόμαστε στους αστούς που πλαισίωσαν τα συλλαλητήρια), αλλά τρέχουν σε αντιδραστικές μαζώξεις όταν απειλείται η περίτεχνα κατασκευασμένη εθνική τους ταυτότητα, πολύ απλά γιατί έχουν απογυμνωθεί από τις υπόλοιπες ταυτότητές τους. Η επιτυχία της μαζοποίησης έγκειται στο γεγονός πως δίνει στο άτομο μια αλλοτριωμένη και επίπλαστη αίσθηση του ανήκειν, παρέχοντάς του μια θέση στην κοινωνία, ασφάλεια εντός της ομάδας, έναν φερόμενο ως σημαντικό σκοπό να υπηρετήσει και να αυτοπραγματωθεί αλλοτριωμένα και φαντασιακά. Συνήθως, αυτό το συναίσθημα ενισχύεται ακόμα περισσότερο με τη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης ανωτερότητας και υπερίσχυσης σε σχέση με όσους δεν αποτελούν μέλη της συγκεκριμένης ομάδας. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο γεννιούνται πρακτικές κοινωνικού κανιβαλισμού, ορίζοντας εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, ενισχύοντας τη δύναμη και την επιβολή των εξουσιαστών και διασπώντας τους εξουσιασμένους με σκοπό την αποτροπή συλλογικών αντιδράσεων. Η ψυχολογία της μάζας λοιπόν, η οποία στα μάτια κάποιων είναι φαινομενικά ακίνδυνη, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας, τη ροπή προς την αντίδραση και τη συναίνεση στη βαρβαρότητα.

 

Ας κάνουμε όμως μια ανασκόπηση στα άδυτα των εθνικισμών των Βαλκανίων, γυρνώντας τον χρόνο πίσω. Ιστορικά, τα Βαλκάνια αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν ένα χωνευτήρι πληθυσμών, διατηρώντας μέχρι και σήμερα έναν πολυεθνικό χαρακτήρα. Οι εθνικιστικοί μύθοι όμως, που άρχισαν να σχηματοποιούνται κυρίως κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ποτίστηκαν με το αίμα των προλετάριων και εδραιώθηκαν με την καταπίεση και τη βία, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαμελίστηκε και σχηματίστηκαν τα έθνη κράτη της Βαλκανικής. Τα έθνη δεν προέκυψαν μέσα σε ιστορικό κενό, ούτε η κοινότητα του έθνους είναι αυθύπαρκτη. Η συγκρότησή τους συνδέεται με τη δημιουργία των εθνών-κρατών και με το πέρασμα από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό, όπου τα μέλη μιας εδαφικής επικράτειας συνέδεσαν τα συμφέροντά τους με τον αντίστοιχο κρατικό σχηματισμό.

 

Η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας κατατμήθηκε σε 3 τμήματα με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων το 1913. Η Μακεδονία του Αιγαίου αποδόθηκε στο ελληνικό κράτος, η Μακεδονία του Πιρίν στο βουλγαρικό και η Μακεδονία του Βαρδάρη στη Γιουγκοσλαβία (μετέπειτα ως ομόσπονδη δημοκρατία του σοσιαλιστικού ομοσπονδιακού κράτους της Γιουγκοσλαβίας). Σήμερα, το ελληνικό κράτος δεν αποδέχεται την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας, ούτε και την ύπαρξη μακεδονικού έθνους. Ωστόσο, υπολογίζεται πως πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους οι Σλαβομακεδόνες αποτελούσαν το 40% του πληθυσμού της Μακεδονίας. Ο μακεδονικός πληθυσμός του ελλαδικού τμήματος της Μακεδονίας υπέστη σε σημαντικό βαθμό εξελληνισμό μετά το πέρας των πολέμων. Η γλώσσα τους, οι χοροί και τα τραγούδια τους απαγορεύτηκαν, τα σχολεία τους έκλεισαν, οι ίδιοι πολλάκις φυλακίζονταν και εκτελούνταν. Πολλοί Σλαβομακεδόνες πολέμησαν τους Ναζί και μετέπειτα εντάχθηκαν στον Δ.Σ.Ε., φεύγοντας ως πολιτικοί πρόσφυγες στις χώρες του ανατολικού μπλοκ μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου το 1949, για να μην τους επιτραπεί τελικά η επιστροφή στην Ελλάδα, όπως αποφάσισε το 1982 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Η μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα αριθμεί σήμερα 10.000-30.000 άτομα.

 

Το 1991, με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας από τους υποκινούμενους από τη Δύση εθνικισμούς και το καθόλου αόρατο χέρι του ΝΑΤΟ, δημιουργήθηκε το σημερινό κράτος της Μακεδονίας. Τη δεκαετία του 90’, η ελληνική αστική τάξη επένδυσε στον εθνικισμό ως κρατική πολιτική, ευελπιστώντας να αρπάξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο προνομίων από την πίτα που μοιραζόταν εν μέσω γεωπολιτικών ανακατατάξεων στα Βαλκάνια. Η εκκλησία είχε και αυτή την «τιμητική» της στην έξαρση του εθνικισμού, επιχειρώντας να κατασκευάσει μια φαινομενική ιστορική συνέχεια αρχαίας Ελλάδας-Βυζαντίου και ειδωλολατρίας-χριστιανισμού, ενώνοντας τα όλα σε ένα, έργο που ξεκίνησε προ αιώνων και άρχισε να σχηματοποιείται συστηματικότερα στα τέλη του 19ου αιώνα. Γιατί στην Ελλάδα ο εθνικός μύθος έχει συνταιριάξει αυτές τις ιστορικές αντιφάσεις. Έτσι, η εκκλησία ήρθε να ανανεώσει τη συμμετοχή της στο θέριεμα των εθνικισμών στα Βαλκάνια. Εξάλλου, πάντα ως δεξί χέρι της εκάστοτε εξουσίας προωθούσε τα συμφέροντα των προνομιούχων, κήρυττε τη μισαλλοδοξία, δίνοντας πάντα τις ευχές της στην καταστολή, τις δολοφονίες και τους εκτοπισμούς με σκοπό την επιβαλλόμενη εθνική ομοιογένεια των εδαφών που προσαρτούσε το τότε νεοσύστατο και διαρκώς επεκτεινόμενο ελληνικό κράτος. Τον ρόλο αυτό ξανάπαιξαν στα συλλαλητήρια οι κάθε λογής ιεροκήρυκες που αφού πότισαν με μπόλικο εθνικισμό και ρατσισμό τα ποίμνιά τους, τα παραίνεσαν να «διαδηλώσουν».

 

Οι επεκτατικές βλέψεις και η σοβινιστική συνθηματολογία, λοιπόν, κυριαρχούσαν στο δημόσιο λόγο τη δεκαετία του 90’, τη στιγμή που το ελληνικό κράτος φιλοδοξούσε να γίνει η «Η.Π.Α. των Βαλκανίων». Το μόνο σίγουρο είναι πως το ελληνικό κεφάλαιο έκανε χρυσές δουλειές, εκμεταλλευόμενο την πολιτική και οικονομική αστάθεια που επέφεραν οι πολεμικές συρράξεις και οι τροφοδοτούμενοι εθνικισμοί στα Βαλκάνια, επενδύοντας πάνω από 1 δις ευρώ από τις αρχές του 90’ ως σήμερα. Το ελληνικό κράτος επέβαλε το 1994 μονομερές εμπάργκο στη Δημοκρατία της Μακεδονίας με αποτέλεσμα να απομονωθεί η αγορά του γειτονικού κράτους, το οποίο αναγκάστηκε να ρίξει τις τιμές των εμπορευμάτων, τα οποία προμηθευόταν πλέον σε ελάχιστο κόστος η ελληνική μπουρζουαζία.

 

Η επαναφορά του μακεδονικού ζητήματος στην επικαιρότητα έχει να κάνει με την ένταξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, στην προσεχή του σύνοδο τον Ιούνιο, καθώς και με την ένταξη του γειτονικού κράτους στην Ε.Ε. σε δεύτερο χρόνο. Ήδη στα σύνορα Κοσσόβου-Μακεδονίας βρίσκεται εγκατεστημένη η μεγαλύτερη αμερικανική στρατιωτική βάση στον κόσμο, που ονομάζεται Camp Bondsteel. Οι Η.Π.Α. σχεδιάζουν να μεταφέρουν εκεί και την αεροπορική βάση τους από το Αβιάνο της Ιταλίας, μόλις πραγματοποιηθεί η ένταξη της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα όμως, στήνεται δεύτερη μεγάλη στρατιωτική βάση, νοτιοανατολικά του Camp Bondsteel, αναβαθμίζοντας τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, που βλέπει τη βαλκανική χερσόνησο ως μια νησίδα στρατηγικής σημασίας για την προώθηση των ευρωατλαντικών συμφερόντων στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η περαιτέρω επέκταση της ΝΑΤΟϊκής ηγεμονίας στα Βαλκάνια, θα βάλει φρένο στα οικονομικά συμφέροντα του ρωσικού κεφαλαίου, σε μια χρονική περίοδο που η Ρωσία προσεγγίζει όλο και περισσότερο τη Σερβία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και φοβίζει το ΝΑΤΟ για αποσταθεροποίηση της περιοχής. Επίσης, η ΝΑΤΟϊκή εποπτεία στα Βαλκάνια έχει ως σκοπό και να διασφαλίσει την ομαλή περάτωση της κατασκευής του αγωγού πετρελαίου που θα συνδέει την Μαύρη Θάλασσα με την Αδριατική μέσω Βουλγαρίας, Δημοκρατίας της Μακεδονίας και Αλβανίας, εκτοπίζοντας περαιτέρω την παροχή πετρελαίου από τη Ρωσία στα κράτη της Ε.Ε..

 

Το ελληνικό κράτος όντας μέλος του άξονα ΝΑΤΟ-Ε.Ε. εμφανίζεται ως εγγυητής της επίλυσης του μακεδονικού  ζητήματος, διότι αυτόν τον ρόλο του υπαγορεύουν οι δεσμεύσεις του στις διακρατικές αυτές ενώσεις. Αυτή η επί της ουσίας υπαγορευόμενη στάση, όχι μόνο δε ζημιώνει το ελληνικό κεφάλαιο, αλλά του δίνει και νέες δυνατότητες επέκτασης μέσω επενδύσεων στη Δημοκρατία της Μακεδονίας και στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Γι’ αυτό, βλέπουμε τη συντριπτική πλειοψηφία των αστικών κομμάτων να συντάσσονται με τη ΝΑΤΟϊκή γραμμή, παρόλο που μερικά εξ αυτών προσπαθούν να διατηρήσουν ένα παράλληλο εθνικιστικό/φιλο-εθνικιστικό προφίλ, για να μη χάσουν το συντηρητικό τους κοινό. Από την άλλη, παραδοσιακά ο ελληνικός εθνικιστικός χώρος υποστηρίζει τα συμφέροντα του ρωσικού κεφαλαίου, τόσο από οικονομικής πλευράς όσο και από εθνικιστική και θρησκευτική σκοπιά. Εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το ΝΑΤΟ είναι ο διακρατικός στρατιωτικός σχηματισμός που έχει αφήσει το αιματοβαμμένο στίγμα του σε όλα τα ανοιχτά πολεμικά μέτωπα τόσο του πρόσφατου παρελθόντος, όσο και του παρόντος (βλ. Ουκρανία, Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, Υεμένη, βόρεια και κεντρική Αφρική) και έχει συνδράμει σε πολλές περιπτώσεις στην εγκαθίδρυση δικτατοριών και απολυταρχικών καθεστώτων, καθώς και στην άνοδο των φασιστών στην εξουσία (π.χ. Ουκρανία).

 

Στη γειτονική Μακεδονία, μετά από 11 χρόνια εξουσίας του εθνικιστικού κόμματος VMRO-DPMNE του Γκρουέφσκι, ο μετριοπαθής σοσιαλδημοκράτης Ζόραν Ζάεφ, ανέλαβε την κυβέρνηση για να οδηγήσει τη Δημοκρατία της Μακεδονίας στους κόλπους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.. Όμως, το εθνικό αφήγημα των Μακεδόνων έχει γίνει βραχνάς για τις μειονότητες του γειτονικού κράτους, ιδιαίτερα για την αλβανική μειονότητα που βιώνει τεράστια περιθωριοποίηση. Οι Αλβανοί αποτελούν το 25% του πληθυσμού της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Ο ρατσισμός που βιώνουν είναι έντονος, έχοντας και υλικές απολήξεις, καθώς οι Αλβανοί κάτοικοι της χώρας έχουν ελάχιστη απασχόληση τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα. Γι’ αυτό και ορισμένα υπουργεία αρνούνται να παραδώσουν στοιχεία για την εθνοτική κατανομή των εργαζομένων. Ωστόσο, η αλβανική μειονότητα συγκροτείται πολιτικά γύρω από εθνικιστικές αναφορές, επιχειρώντας να αντιπαρέλθει τον μακεδονικό εθνικισμό και να αυτοσυντηρηθεί, προσπαθώντας να διατηρήσει ταυτόχρονα την επαφή της με τις επεκτατικές βλέψεις του αλβανικού εθνικισμού. Η κόντρα αυτή έλαβε έντονες διαστάσεις με τις πρόσφατες αντιμαχίες που προκάλεσε ο νόμος περί εισαγωγής της αλβανικής ως επίσημης γλώσσας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, καθώς και η πρόταση του κινήματος της Ιλλυρίδας για ένα ομοσπονδιακό κράτος, που θα απαρτίζεται από δύο ομοσπονδίες με βάση τα εθνοτικά χαρακτηριστικά, αλβανικά και μακεδονικά.

 

Η αναμόχλευση των εθνικισμών με αφορμή το μακεδονικό και οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, πυροδοτούν μια αέναη κούρσα δαπανών για πολεμικούς εξοπλισμούς, διογκώνοντας το δημόσιο χρέος, τη στιγμή που τα μέτρα λιτότητας των μνημονίων αφαιμάσσουν την κοινωνική πλειοψηφία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο πόλεμος αποτελεί μια από τις επιλογές του κεφαλαίου για να ξεπεράσει τη δομική κρίση υπερσυσσώρευσης, καταστρέφοντας σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, μέσα παραγωγής και εργάτες/τριες δηλαδή, δημιουργώντας ταυτόχρονα νέες αγορές για επενδύσεις πάνω στα συντρίμμια και στις εκατόμβες των νεκρών. Από αυτούς τους πολεμικούς σχεδιασμούς και τις διακρατικές συμφωνίες που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του ντόπιου και του διεθνούς κεφαλαίου, οι μόνοι χαμένοι της υπόθεσης πρόκειται να είναι όσοι βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Αυτοί θα πληρώσουν από την τσέπη τους και με το αίμα τους έναν ενδεχόμενο πόλεμο, όπως αυτοί είναι που πληρώνουν τα σπασμένα για την κρίση που προκάλεσε το ίδιο το κεφάλαιο, για την αναπαραγωγή του οποίου οι όπου γης παραγωγοί πουλάνε την εργασία τους για ένα κομμάτι ψωμί, ώστε οι προνομιούχοι του κόσμου, οι καπιταλιστές, να ζουν πλουσιοπάροχα από την εργασία τους, απλώς και μόνον επειδή εκείνοι ιδιοποιούνται καταχρηστικά τα μέσα παραγωγής, όπως αυτά διέπονται από την αστική συνθήκη της ατομικής ιδιοκτησίας, που θωρακίζει το κράτος με τους μηχανισμούς του.

 

Ακριβώς σε αυτήν τη συνθήκη ατομικής ιδιοκτησίας και στο καθεστώς ιδιοτέλειας και ατομισμού, οι καταλήψεις απαντάνε αντιπαραθετικά με τη δημιουργία κοινών χώρων αγώνα, όπου απουσιάζει το κεφάλαιο, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και ο κοινωνικός κανιβαλισμός. Οι καταλήψεις αποτελούν μικρογραφικές πραγματώσεις αυτού που κάποιοι ονόμασαν «ουτοπία». Προτάσσουν την ενότητα των καταπιεσμένων, την αλληλεγγύη, την προσφορά στην κοινότητα, τη δημιουργία, τη συνδιαμόρφωση και τη σύμπραξη, αποτελώντας εστίες ενός ελευθεριακού αντι-παραδείγματος κοινωνικών σχέσεων συγκριτικά με τις κυρίαρχες. Η ύπαρξη -και μόνο- τέτοιων χώρων αποτελεί απειλή για κάθε είδους φασιστική ρητορική, καθώς ανατρέπει τα επιχειρήματα που αφορούν την «αναγκαιότητα» της εθνικής ενότητας, την υπεροχή ενός ανθρώπου εις βάρος άλλου, τον φόβο του «ξένου» και την καταπίεση του ως μοναδικό τρόπο επιβίωσης και «ευημερίας». Οι καταλήψεις ως χώροι που εδαφικοποιούν την αλληλεγγύη και την οργάνωση της κοινωνικής και ταξικής αντεπίθεσης των από τα κάτω, ως «ζυμωτήρια» της κοινωνικής επανάστασης, τίθενται στο στόχαστρο της κρατικής καταστολής και των υποτακτικών-επικουρικών δυνάμεων του κράτους και των αφεντικών. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει κράτος και παρακράτος να χρησιμοποιούν διάφορα μέσα για αυτόν τον σκοπό, όπως εκκενώσεις καταλήψεων, άμεσες κατεδαφίσεις τους, βαριές νομικές κυρώσεις για καταληψίες και αλληλέγγους και κυρίως προπαγάνδα από τα ΜΜΕ, όλα με στόχο την καταστολή και την στροφή της κοινής γνώμης ενάντια στον κόσμο του αγώνα.

 

Καμία σημασία δεν έχει για μας η ονομασία ενός κομματιού γης που ορίζεται από φαντασιακές γραμμές για να οριοθετήσει τις ακτίνες συμφερόντων των κυρίαρχων, καθώς οι αγώνες μας είναι ενάντια σε κράτος, κεφάλαιο και εξουσιαστικές ιδεολογίες, απέναντι σε όλους τους εθνικισμούς, σε όποια γωνιά του χάρτη κι αν εμφανίζονται. Οι αγώνες μας που παίρνουν ζωή μέσα σε χώρους όπως η Libertatia. Οι χώροι αυτοί, πρεσβεύουν πολλά περισσότερα από τοίχους και σκεπές, αποτελούν ζωντανούς οργανισμούς, οι οποίοι προς δυσχέρεια των εμπρηστών, δεν μπορούν να καούν. Στην καταστροφή η μόνο απάντησή μας θα είναι η δημιουργία. Δημιουργία δυνατότερων σχέσεων εντός του αντιφασιστικού κινήματος, δημιουργία συλλογικών οριζόντιων διαδικασιών ενάντια στο τέρας του φασισμού, δημιουργία ισχυρότερων πολιτικών συνειδήσεων και αντανακλαστικών, δημιουργία αλληλέγγυων σχέσεων με την κοινωνία και τέλος δημιουργία στον κατειλημμένο χώρο της Libertatia, οι διαδικασίες αναδόμησης του κτιρίου της οποίας έχουν ήδη αρχίσει.

 

Καταλήγοντας, οι προλετάριοι όλων των χωρών δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα μεταξύ μας, γιατί βρισκόμαστε στην ίδια μεριά του οδοφράγματος. Είμαστε αυτοί που βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, αυτοί που παράγουν τα πάντα, αυτοί που πετιούνται στην ανεργία και ζούνε στην ένδεια, για να απολαμβάνουν τα πάντα οι λίγοι, παρασιτώντας πάνω στους πολλούς. Οι σειρήνες των κρατών και των αστικών τάξεων ηχούν καλώντας μας να συστρατευτούμε στο στρατόπεδό τους. Μας καλούν να κάνουμε ακόμα ένα βήμα που θα μας βυθίσει ακόμα πιο βαθιά στην αλλοτρίωση και την υποτέλεια που διαμορφώνουν η εθνική ενότητα και η διαταξικότητα ως βασικές μορφές απόσπασης συναίνεσης των από τα κάτω προς τους κυρίαρχους. Μας καλούν να βγάλουμε τα μάτια μας με τα ίδια μας τα χέρια. Το ίδιο να κάνουμε και στα ταξικά μας αδέλφια, σε αυτούς που οι από τα πάνω προσπαθούν να μας διαιρέσουν τεχνηέντως με βάση το φύλο, τη φυλή, τη θρησκεία, την ηλικία κλπ. Για να μη μας ισοπεδώσουν όμως, ώστε να αυξήσουν τα κέρδη τους και να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, είναι αναγκαίο για μας, ως κομμάτι των καταπιεσμένων, να ορθώσουμε γέφυρες διεθνιστικής αλληλεγγύης και να οργανώσουμε ένα μαχητικό αντιφασιστικό κίνημα που δε θα επιτρέψει στους φασίστες ούτε καν να σκεφτούν να βγουν από τις τρύπες τους. Να οργανώσουμε την κοινωνική και ταξική αντεπίθεσή μας που θα κάνει συντρίμμια τον βάρβαρο κόσμο του κράτους και του κεφαλαίου, για να φτιάξουμε έναν κόσμο για όλους και όχι για λίγους. Έναν κόσμο ελευθερίας, ισότητας, κοινοκτημοσύνης και αλληλεγγύης, μια κοινωνία που θα διέπεται από την αυτοοργάνωση σε όλες τις πτυχές της, έχοντας ως επίκεντρο την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και την ολιστική αυτοπραγμάτωση του κάθε ατόμου.

 

ΤΟ ΠΙΟ ΒΙΑΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΝΟΙΑ

 

ΟΣΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΣΟΥ ΚΛΕΒΟΥΝ ΤΗ ΖΩΗ, ΤΟΣΟ ΣΕ ΤΑΪΖΟΥΝ ΜΕ ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΦΥΛΗ

 

ΤΣΑΚΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ ΜΕ ΑΚΗΔΕΜΟΝΕΥΤΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ

 

Η ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ Η ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΣΤΟ ΘΕΡΙΕΜΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΥΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΣΥΝΕΝΟΧΗ

 

Η LIBERTATIA ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ


Τετάρτη 7/3

Συγκέντρωση:

12:00, Πρυτανεία Α.Π.Θ.

 

Σάββατο 10/3

Προσυγκέντρωση: 11:00, κατάληψη Libertatia (Λεωφόρος Στρατού 19 & Σαρανταπόρου)

Συγκέντρωση: 12:00, Καμάρα

 

 

Αναρχική Συνέλευση Φοιτητών/τριών Quieta Movere

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *